- smėlus
- smėlùs, -ì adj. (4) NdŽ; LsB249, MŽ, smelùs Š; N, [K], Bru šėmas, pelenų spalvos. ║ rusvas: Veidas nuo saulės smėlus, o nuo vėjo raudonas tampa J.
Dictionary of the Lithuanian Language.
Dictionary of the Lithuanian Language.
μελία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 117 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε απόσταση 29 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου. * * * η (Α μελία και επικ. τ. μελίη) άλλη κοινή σήμερα… … Dictionary of Greek